ὑπόλοιπος — left over masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπόλοιπος — η, ο / ὑπόλοιπος, ον, ΝΑ, και ὑπόλυπος, ον, Α (για πρόσ. και πράγματα) αυτός που απομένει από ένα σύνολο, λοιπός νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. βλ. υπόλοιπο αρχ. ελλιπής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + λοιπός] … Dictionary of Greek
ὑπολοίπω — ὑπόλοιπος left over masc/fem/neut nom/voc/acc dual ὑπόλοιπος left over masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπόλοιπον — ὑπόλοιπος left over masc/fem acc sg ὑπόλοιπος left over neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπολοίποιν — ὑπόλοιπος left over masc/fem/neut gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπολοίποις — ὑπόλοιπος left over masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπολοίποισι — ὑπόλοιπος left over masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπολοίπου — ὑπόλοιπος left over masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπολοίπους — ὑπόλοιπος left over masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπολοίπων — ὑπόλοιπος left over masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)