υπόλοιπος

υπόλοιπος
-η, -ο
1. αυτός που απομένει, ο λοιπός, ο καθυστερούμενος, ο ρέστος: Τα υπόλοιπα χρήματα θα τα πληρώσω αύριο.
2. το ουδ. ως ουσ., υπόλοιπο (βλ. λ.).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ὑπόλοιπος — left over masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπόλοιπος — η, ο / ὑπόλοιπος, ον, ΝΑ, και ὑπόλυπος, ον, Α (για πρόσ. και πράγματα) αυτός που απομένει από ένα σύνολο, λοιπός νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. βλ. υπόλοιπο αρχ. ελλιπής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + λοιπός] …   Dictionary of Greek

  • ὑπολοίπω — ὑπόλοιπος left over masc/fem/neut nom/voc/acc dual ὑπόλοιπος left over masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπόλοιπον — ὑπόλοιπος left over masc/fem acc sg ὑπόλοιπος left over neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπολοίποιν — ὑπόλοιπος left over masc/fem/neut gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπολοίποις — ὑπόλοιπος left over masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπολοίποισι — ὑπόλοιπος left over masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπολοίπου — ὑπόλοιπος left over masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπολοίπους — ὑπόλοιπος left over masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπολοίπων — ὑπόλοιπος left over masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”